Με αφορμή τα 20 χρόνια Πρώτο ΘΕΜΑ, ο σκηνοθέτης, χορογράφος, performer και σχεδιαστής μιλάει για τον πρώτο του έρωτα, στα 17 του χρόνια στη Μύκονο, και την χαρά της τέχνης: «Σου δίνει την αίσθηση πως υπάρχει πέρα κάτι από τη ζωή που ζεις»

Συναντάμε τον Δημήτρη Παπαϊωάννου, έναν χρόνο έπειτα από εκείνη τη σχεδόν συνωμοτική συνάντηση εν μέσω αντιδράσεων και πάλι απέναντι σε ένα έργο τέχνης, στη Θεσσαλονίκη ξεδιπλώνοντας τις σκέψεις μιας ολόκληρης ζωής, για όλα τα χρόνια που πέρασε από το avant-garde καλλιτεχνικό περιθώριο στην ώριμη δημιουργία. Αφορμή για μια τέτοια στοχαστική ενατένιση είναι η ταινία «Η καρδιά του ταύρου» της Εύας Στεφανή σε παραγωγή Onassis Stegi, η οποία τον ακολούθησε στην παγκόσμια περιοδεία της παράστασης «Εγκάρσιος προσανατολισμός».
Πρόκειται για μια ταινία που ενώνει τα πρώτα ανατρεπτικά βήματα του έφηβου Δημήτρη με το έργο του αναγνωρισμένου δημιουργού μιλώντας για την ανάγκη να κάνεις τέχνη, όσο κι αν η πραγματικότητα υπαγορεύει το αντίθετο. Η κάμερα της δημιουργού που εμπιστεύτηκε ο ίδιος να γίνει το αόρατο βλέμμα φαίνεται ουσιαστικά να ενώνει κομμάτια από το παρόν με όλη την πορεία των 20 και βάλε χρόνων, από τότε που οι δυο τους συναντήθηκαν σχεδόν ακόμα έφηβοι στις καταλήψεις, άγρια ρομαντικοί, ωραία ανεπανάληπτοι.

«Δεν υπήρξε κανένας περιορισμός στο τι θα κινηματογραφούσε η Εύα, ούτε στην οπτική της», μας εξομολογείται ο ίδιος καθισμένος οκλαδόν στο πλήρως ανακαινισμένο Θέατρο Ολύμπιον, αμέσως μετά την προβολή της ταινίας, σε παγκόσμια πρώτη, στο πλαίσιο του 27ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. «Δεν ήθελα να παρέμβω στο έργο της, ούτε καν στις χαζομάρες και τους αστεϊσμούς που κάναμε μεταξύ μας. Δεν έπαυε, άλλωστε, η Εύα να είναι παντού μαζί μας στο θέατρο, ουσιαστικά στο σπίτι μας, σε αυτό το ασφαλές περιβάλλον όπου τα σώματα και οι προσωπικότητές μας εκτείνονται ο ένας προς τον άλλον χωρίς να θιγόμαστε».
Μπορεί να μην καταγράφηκαν κάποιες στιγμές έντασης, «όχι από λογοκρισία, αλλά γιατί δεν ήθελα να εμποδιστεί η ελευθερία της έκφρασης εκείνη τη στιγμή», όπως επισημαίνει ο ίδιος, καθώς και κάποιες βρισιές που αναγκάστηκαν να αφαιρέσουν στο τέλος, αλλά διατηρήθηκαν η αυθορμησία των προβών, η χαρά, η αγωνία, ο συνωμοτικός φόβος (τρομερή η σκηνή με την αγκαλιά όλων των χορευτών στο τέλος). Ωστόσο, έχει κάποιος την αίσθηση ότι ο λόγος που επελέγη η Εύα Στεφανή, μια φίλη καρδιάς, για την κινηματογράφηση ήταν ακριβώς επειδή ξέρει να σπάει τους κανόνες, έχει αυτή την όμορφη χάρη του τεχνίτη των arts and crafts, που ακόμα παρατηρεί με την περιέργεια του ξαφνιασμένου εφήβου την πρώτη της ύλη.

Ο πρώτος έρωτας
Πάντως, ο Παπαϊωάννου ομολογεί ότι παρότι διαφωνούσε με την αναδίφηση σε αυτό το παρελθόν, που έχει υπάρξει κοινή μοίρα και για τους δύο, δεν θέλησε να παρέμβει στην ερμηνεία που δίνει η ίδια στη ζωή του, που ξεκινάει από τα πρώτα βήματα, τις αγωνίες, τα κόμικ που έκανε σε εποχές ερωτικής αμεριμνησίας. Μιλάει για τον δάσκαλο του Τσαρούχη, τον οποίο αγαπάει πάντα, για εκείνη την ανεπανάληπτη «Μήδεια», για τις εμμονές του, για τον Χατζιδάκι, για τον Φελίνι. Ωστόσο κάποια κομμάτια από εκείνα που είχαν ζήσει μαζί αφαιρέθηκαν, ίσως γιατί ήταν παράταιρα ή μακρινά. «Η ανάμνηση ενός μανιφέστου στην Ιταλία, μια μεγάλη διαδήλωση όπου έτυχε να βρεθούμε και πράγματα που ζήσαμε αποφασίσαμε τελικά ότι δεν ήταν χρήσιμα για την ταινία. Ηταν μια ενστικτώδης επιλογή να αφαιρεθούν στο τέλος».
Κρατήθηκε όμως η αξέχαστη εκείνη συνάντηση με τον Πίτερ με την οποία τελειώνει η ταινία (πάντα ο έρωτας!). Ο ίδιος ήταν μόλις 17 χρόνων στη Μύκονο όταν γνώρισε εκείνο το αγόρι που θα σημάδευε τα επόμενα βήματα ως συνώνυμο της ζωτικής ορμής που διαμορφώνει τα όνειρα. «Ηταν η πρώτη φορά στη ζωή που αντιλήφθηκα τι σημαίνει έρωτας που μπορεί να σε κάνει να πεθάνεις από απόλυτη ικανοποίηση. Ενιωσα, ειδικά ένα δειλινό που επιστρέφαμε από το μπάνιο, σε εκείνη τη βάρκα, ότι μπορεί να φύγω εκείνη τη στιγμή από τη ζωή, ότι ήταν εντάξει να πεθάνω», είναι η δική του περιγραφή για τον πρώτο έρωτα που επανέρχεται στην ταινία. «Τότε ήταν που συνειδητοποίησα πόσο δημιουργική και κινητήριος δύναμη είναι ο έρωτας», ακούγεται να λέει για τον Πίτερ, που μπορεί να μην τον ξαναείδε ποτέ, αλλά ήταν το μεγάλο του μάθημα για αυτή την ενέργεια που θα διατρέχει κάθε του κίνηση.
Στην ταινία βλέπουμε μια κοινή φωτογραφία με τους δύο ερωτευμένους και ηλιοκαμένους, μια τσαρουχική επιστροφή της αθωότητας σε ένα έργο για τη ζωή ενός ώριμου, κατασταλαγμένου δημιουργού. Η πρώτη ανάσα, η απογείωση και η απελπισία, αλλά και η πρώτη σπίθα. Τα σχέδια που του ενέπνευσε ο Πίτερ έγιναν κόμικς, εικόνες, όπως ο χαρακτηριστικός ερωτιδέας που πετάει πάνω από τις ζωές των ανθρώπων στην τελετή των Ολυμπιακών Αγώνων ή ένα κρεβάτι που διπλώνεται σαν «αιώνια παγίδα του έρωτα που σε αιχμαλωτίζει όπως τα έντομα», όπως λέει χαρακτηριστικά στην «Καρδιά του ταύρου».

Οταν ο Πίτερ συνειδητοποίησε ότι ο άνθρωπος που εμπνεύστηκε τις σκηνές του έρωτα στους Ολυμπιακούς της Αθήνας ήταν ο δικός του πρώτος και αξεπέραστος έρωτας του έστειλε μια κάρτα που παρέλαβε στα γραφεία του «Αθήνα 2004». Του έγραφε: «Είμαι ο Πίτερ και με δάκρυα στα μάτια συνειδητοποίησα χθες το βράδυ βλέποντας τηλεόραση ότι εσύ είσαι αυτός που έκανε όλο αυτό. Δεν σε έχω ξεχάσει ποτέ. Αναρωτιέμαι πώς είσαι και τι κάνεις… Είμαι βαθύτατα συγκινημένος». Ο ώριμος πλέον Δημήτρης δεν έστειλε απάντηση γνωρίζοντας ότι έπρεπε να κλείσει αυτός ο κύκλος, αλλά ήξερε ότι αυτό ήταν το πρώτο καίριο κομμάτι της μεγάλης του κοσμοθεωρίας για το τι είναι και τι σημαίνει έρωτας. Λειτουργεί ακόμα ως πηγαία μορφή μιας διαρκούς διαμόρφωσης που έχει φωτεινά και σκοτεινά κομμάτια, έχει αναγεννησιακές εικόνες και απέριττη ομορφιά σμιλεμένη στα σκληρά μάρμαρα, έχει πόνο και οδύνη και κυρίως έχει σωματικότητα. Το σώμα παλλόμενο, τραυματισμένο, αλλά και κραταιό, όπως οι ερωτικοί Μινώταυροι του Πικάσο που ενέπνευσαν τον πρωταγωνιστή στον «Εγκάρσιο προσανατολισμό».
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες
Σκόπιμα πάντως δεν αναφέρονται στην ταινία οι Ολυμπιακοί Αγώνες, μια σημαντική στιγμή της καριέρας του που σήμαινε το πέρασμα από τα υπόγεια των καταλήψεων στην Καλών Τεχνών, στην οποία φοίτησε, και από την Ομάδα Εδάφους στα μεγάλα θέατρα, ίσως γιατί τελικά δεν συνάδουν με την ωραία ασυμβίβαστη ματιά της Στεφανή. Αλλά ο άγνωστος τότε σε πολλούς Παπαϊωάννου έγινε ο πιο αγαπημένος μας αφανής ήρωας, το δικό μας όχημα για να υψώσει και άλλο το ανάστημα το ευφρόσυνο 2004. Ταυτόχρονα, όμως, έγινε η δική του ευλογία και κατάρα, όπως μας είχε πει από εδώ, τη Θεσσαλονίκη, έναν χρόνο πριν. Γιατί αυτός είναι ο χαρακτηρισμός για εκείνο το μεγάλο «ναι» -και όχι το μεγάλο «όχι» που θα τον ακολουθεί σε όλη του τη ζωή- παραφράζοντας τον Κωνσταντίνο Καβάφη.
«Ηταν ευλογία μεν, καταδίκη δε», είναι η φράση που χρησιμοποιεί σε αυτή την ανοίκεια εξομολόγηση, που είχε κάνει έναν χρόνο πριν, για να συμπληρώσει αμέσως μετά: «Προφανώς, μου άνοιξε τον δρόμο για τη διεθνή καριέρα που απολαμβάνω τώρα. Σας ρωτώ: ονομάστε μου έναν από τους καλλιτέχνες που έκαναν τελετή έναρξης. Το αντίθετο μάλιστα. Το παγκόσμιο σύστημα σύγχρονης τέχνης σνομπάρει οποιονδήποτε ασχολείται με τόσο εμπορικά θέματα. Δεν μπήκα σε αυτή τη διαδικασία για να κάνω καριέρα. Δεν είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Πριν από 20 χρόνια που συνέβη αυτό, αλλά και πριν από 23 χρόνια, που μου έγινε η πρόταση, δεν είχε καμία σχέση ο κόσμος της βιομηχανίας του θεάματος με το σύστημα στο οποίο εγώ δούλευα. Εκείνος ο κόσμος χρειάζεται πάντα καλλιτέχνες για να κάνουν τη δουλειά, που είναι κανονική κρατική προπαγάνδα. Κάθε κράτος πουλάει τον πολιτισμό του, είναι μια ευκαιρία να κάνει ένα διαφημιστικό σποτ για το τι θέλει να είναι στον κόσμο. Απόλυτα θεμιτό, αλλά είναι μόνο αυτό. Αυτή τη δουλειά μπορεί να την κάνει μόνο καλλιτέχνης, αλλά τέχνη δεν είναι».

Εκείνος, όμως, όπως φαίνεται και από την «Καρδιά του ταύρου» δεν σταματάει ποτέ να δουλεύει, ούτε όταν κλειδώνουν τα πάντα λόγω κορωνοϊού, ούτε όταν αρρωσταίνει σοβαρά ο πατέρας του, με τον οποίο μιλάει στο τηλέφωνο την ώρα της πρόβας. Σαν εκείνον τον πίνακα του Μπρέγκελ για την «Πτώση του Ικαρου», όπου η ζωή συνεχίζεται ανεξάρτητα από τα κοσμοϊστορικά γεγονότα. Η επιταγή της τέχνης τον καλεί στην άκρη του υδάτινου σύμπαντος να στήνει τον δικό του ρηξικέλευθο κόσμο. Ενδεχομένως να ήταν η εσωτερική ανάγκη του δημιουργού ή η άμυνα απέναντι στην πανδημία το γεγονός ότι μπορούσαν να κάνουν πρόβες στο Θέατρο της Στέγης, όταν όλα έδειχναν να σταματούν.
«Ημασταν τυχεροί που έγινε η πρόταση από την Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση να συνεχίσουμε να δουλεύουμε, ακόμα κι όταν όλα ήταν κλειστά. Στην πραγματικότητα μου είχε γίνει η πρόταση να κάνω live streaming, που γινόταν κατά κόρον τότε, αλλά επειδή είναι κάτι που προσωπικά δεν προτιμώ, αντιπροτείναμε να γίνει ένα έργο με θέμα τις πρόβες της παράστασης “Εγκάρσιος προσανατολισμός” που θα παιζόταν τότε στη Στέγη, αν δεν μας έβρισκε ο κορωνοϊός. Αυτό που θυμάμαι είναι ότι μας είπαν: “Λυπούμαστε που το θέατρο είναι άδειο, αλλά μπείτε μέσα και δουλέψτε”», μας λέει περιγράφοντας όλο το χρονικό μιας παράστασης που τότε έμοιαζε ως αντίβαρο σε ένα πραγματικό θρίλερ. Από τη μια τα σώματα να ενώνονται, να παλεύουν, να τρίβονται στη σκηνή, από την άλλη η απόλυτη απόσταση των ανθρώπων και των σωμάτων που συνέβαινε έξω λόγω του κορωνοϊού.
Η φιλοσοφία του για την τέχνη
Το μεγάλο ερώτημα που απασχολεί την ταινία αλλά και τον ίδιο τον Παπαϊωάννου είναι «Γιατί κάνουμε αυτό που κάνουμε» αναδεικνύοντας την τέχνη ως μέσο αντίστασης στη ματαιότητα των πραγμάτων αλλά και απόδοσης νοήματος στο κενό, ως την ανάσα που θα αναζητάμε ακόμα και όταν όλα μοιάζουν να τη στερούν, ως το αντίδοτο σε όλα τα αδιέξοδα που τελευταία μοιάζουν να πληθύνονται. «Η χαρά της τέχνης είναι ότι σου δίνει την αίσθηση πως υπάρχει πέρα κάτι από τη ζωή που ζεις», ακούγεται να λέει σε κάποια σκηνή της ταινίας αναδεικνύοντας τη φιλοσοφία του για την τέχνη ως έναν τρόπο διαρκούς δημιουργίας και μόνιμης παρηγοριάς. Γι’ αυτό, παρότι όλα αυτά τα χρόνια έχει σταθεί με θάρρος και πυγμή στο πλευρό της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, με κάθε τρόπο, δεν θα ήθελε ποτέ να θεωρηθεί στρατευμένος καλλιτέχνης ή χρωματισμένος ως queer προτιμώντας η τέχνη του να είναι ανεξάρτητη από κάθε μορφή επικαιρότητας.
«Η δική μου δημιουργία επηρεάζεται από τη ζωή. Στον βαθμό που είμαι βιωματικός καλλιτέχνης το έργο μου δεν το διαπερνά η επικαιρότητα, αλλά οι εμπειρίες και οι δημιουργίες που εξάγονται από κάπου βαθύτερα, από τα ίδια τα σπλάχνα. Σέβομαι την τέχνη περισσότερο από την πολιτική μου υπόσταση, την οποία εκφράζω στον βαθμό που μου αναλογεί ως πολίτης. Απλώς φροντίζω να χρησιμοποιώ τη φήμη που μου χάρισε η τέχνη μου ώστε να πω κάτι χρήσιμο για το κοινωνικό σώμα».
Ακολουθήστε μας στα social media του XploreMykonosNews.gr
Κάντε εγγραφή και στο κανάλι μας στο YouTube
Ακολουθήστε μας και στο Νο1 lifestyle & travelling περιοδικό της Μυκόνου XploreMykonosMagazine.com
Διαβάστε ακόμη:
- Συγχαρητήριο μήνυμα Κατερίνας Μονογυιού για την ιστορική διάκριση της Α.Ε. Μυκόνου στην Αισθητική Ομαδική Γυμναστική
- Ο Δήμαρχος Μυκόνου στην Διεθνή Έκθεση Τουρισμού Arabian Travel Market 2025
- Έκθεση εικαστικών εργαστηρίων του Δήμου Μυκόνου
- Μύκονος: Ο «απρόσκλητος» επισκέπτης του «πάγωσε το αίμα»
- Στις κορυφαίες ομάδες του κόσμου τα κορίτσια της ΑΕ ΜΥΚΟΝΟΥ